- αποτελεσματικος
- ἀποτελεσματικόςἀπο-τελεσματικός3завершающий, т.е. дающий (конкретные) результаты
(τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποτελεσματικός — productive of material objects masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτελεσματικός — ή, ό (AM ἀποτελεσματικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική η αστρολογία 2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός ο αστρολόγος αρχ. 1. παραγωγικός, τελεσφόρος 2. αστρολογικός 3. αστρολ.… … Dictionary of Greek
αποτελεσματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που φέρνει αποτέλεσμα, δραστικός: Πολύ αποτελεσματικό αποδείχτηκε το νέο φάρμακο για την αρρώστια πάρκινσον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτελεσματικά — ἀποτελεσματικός productive of material objects neut nom/voc/acc pl ἀποτελεσματικά̱ , ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc/acc dual ἀποτελεσματικά̱ , ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικῶν — ἀποτελεσματικός productive of material objects fem gen pl ἀποτελεσματικός productive of material objects masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικόν — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc acc sg ἀποτελεσματικός productive of material objects neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικαί — ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικοῖς — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικοί — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικούς — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεσματικῆς — ἀποτελεσματικός productive of material objects fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)